τραπέζιο — το 1. τετράπλευρο γεωμετρικό σχήμα που μόνο δύο απέναντι πλευρές του είναι παράλληλες: Εμβαδό τραπεζίου. 2. γυμναστικό όργανο από δύο σκοινιά που κρέμονται, των οποίων τα ελεύθερα άκρα συνδέονται με ράβδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… … Dictionary of Greek
Liste falscher Freunde — Die Liste falscher Freunde listet eine Auswahl häufiger falscher Freunde (Übersetzungsfallen bzw. Verständnisprobleme) zwischen Deutsch und anderen Sprachen, dem in der Bundesrepublik Deutschland und in anderen Staaten gesprochenen Deutsch sowie… … Deutsch Wikipedia
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τραμπολίνο — το, Ν (αθλ.) α) αναπήδηση και εκτέλεση ακροβατικών ασκήσεων στον αέρα από τον αθλητή σε ένα ειδικό τραπέζιο αποτελούμενο από ένα ελαστικό στρώμα από νάυλον που συγκρατείται στο μεταλλικό πλαίσιο με χαλύβδινα ελατήρια β) το όργανο στο οποίο… … Dictionary of Greek
τραπέζιον — τὸ, Α βλ. τραπέζιο … Dictionary of Greek
τραπεζιοειδής — ές, Ν αυτός που έχει σχήμα τραπεζίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζιο + ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Β. Λεονάρδο] … Dictionary of Greek
τραπεζοειδής — ές, ΝΜΑ όμοιος με τράπεζα ή με τραπέζιο νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τραπεζοειδή (παλαιοντ.) απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, τής οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το μέσο ιουρασικό 2. φρ … Dictionary of Greek
Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… … Dictionary of Greek