τραπέζιο

τραπέζιο
Τετράπλευρο με παράλληλες τις δύο απέναντι πλευρές. Οι δύο αυτές πλευρές ονομάζονται βάσεις και η μεταξύ τους απόσταση ύψος του τ. Όταν η μία από τις δύο μη παράλληλες πλευρές είναι κάθετη προς τις βάσεις, το τ. λέγεται ορθογώνιο· αν οι πλάγιες πλευρές είναι ίσες, το τ. λέγεται ισοσκελές. Το τ. είναι ισοδύναμο με ένα τρίγωνο που έχει το ίδιο ύψος και ως βάση το άθροισμα των βάσεων του τ.· συνεπώς, αν Β και β είναι οι δύο βάσεις του τ. και h το ύψος, το εμβαδόν της επιφάνειας του τ. δίνεται από τον τύπο:
* * *
το / τραπέζιον, ΝΑ [τράπεζα]
1. (με υποκορ. σημ.) μικρή τράπεζα, τραπεζάκι
2. μαθημ. επίπεδο τετράπλευρο που έχει τις δύο πλευρές παράλληλες και άνισες
νεοελλ.
1. όργανο γυμναστικής με δύο στερεά σχοινιά που αιωρούνται και τα οποία ενώνονται στα ελεύθερα άκρα τους με μια σκληρή ράβδο
2. φρ. α) «ισοσκελές τραπέζιο» — τραπέζιο τού οποίου οι μη παράλληλες πλευρές είναι ίσες
β) «ορθογώνιο τραπέζιο» — τραπέζιο που έχει τη μία από τις μη παράλληλες πλευρές κάθετη στις βάσεις
γ) «τραπέζιο διαμόρφωσης»
(ραδιοτεχν.) σχήμα που εμφανίζεται στην οθόνη τού παλμογράφου και χρησιμεύει για τον έλεγχο διαμόρφωσης ενός ραδιοφωνικού πομπού
αρχ.
1. το τραπέζι τού αργυραμοιβού
2. δείπνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραπέζιο — το 1. τετράπλευρο γεωμετρικό σχήμα που μόνο δύο απέναντι πλευρές του είναι παράλληλες: Εμβαδό τραπεζίου. 2. γυμναστικό όργανο από δύο σκοινιά που κρέμονται, των οποίων τα ελεύθερα άκρα συνδέονται με ράβδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… …   Dictionary of Greek

  • Liste falscher Freunde — Die Liste falscher Freunde listet eine Auswahl häufiger falscher Freunde (Übersetzungsfallen bzw. Verständnisprobleme) zwischen Deutsch und anderen Sprachen, dem in der Bundesrepublik Deutschland und in anderen Staaten gesprochenen Deutsch sowie… …   Deutsch Wikipedia

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τραμπολίνο — το, Ν (αθλ.) α) αναπήδηση και εκτέλεση ακροβατικών ασκήσεων στον αέρα από τον αθλητή σε ένα ειδικό τραπέζιο αποτελούμενο από ένα ελαστικό στρώμα από νάυλον που συγκρατείται στο μεταλλικό πλαίσιο με χαλύβδινα ελατήρια β) το όργανο στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τραπέζιον — τὸ, Α βλ. τραπέζιο …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιοειδής — ές, Ν αυτός που έχει σχήμα τραπεζίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζιο + ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Β. Λεονάρδο] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοειδής — ές, ΝΜΑ όμοιος με τράπεζα ή με τραπέζιο νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τραπεζοειδή (παλαιοντ.) απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, τής οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το μέσο ιουρασικό 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • Πιερίας, νομός — Διοικητική διαίρεση της κεντρικής Μακεδονίας, αντίστοιχη περίπου προς την αρχαία Πιερία (ένα τμήμα της τελευταίας, ανατολικά του Αλιάκμονα, ανήκει στο νομό Ημαθίας). Στα Β ο νομός Π. συνορεύει με το νομό Ημαθίας, στα Δ με τους νομούς Ημαθίας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”